ΠΡΟΛΟΓΟΣ Όλοι μας ακούγαμε το καλοκαίρι για το νέο σύστημα, τι αλλαγές θα φέρει και πώς θα επηρεάσει τον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια και όλα αυτά τα σχετικά, αλλά όταν ξεκίνησαν τα σχολεία είδαμε τους περισσότερους καθηγητές που ήταν υπεύθυνοι για τις Ερευνητικές Εργασίες να μην ξέρουν τι ακριβώς πρέπει να κάνουν .και δικαίως, καθώς το Υπουργείο τα έκανε όλα πολύ βιαστικά, ενώ η μοναδική επιμόρφωση που έλαβαν οι καθηγητές που θα αναλάμβαναν την ευθύνη αυτού του καινούργιου και ουσιαστικής σημασίας μαθήματος, ήταν μερικά σεμινάρια στα οποία μπορεί κάποιοι να μην είχαν τη δυνατότητα να παρευρεθούν. Βλέπαμε τους καθηγητές από τη μια πλευρά να μην ξέρουν τι ακριβώς πρέπει να γίνει και τι διαδικασίες πρέπει να πραγματοποιηθούν, από την άλλη όμως να έχουν περίσσεια όρεξη για δουλειά. Μπορεί λοιπόν στην αρχή της χρονιάς και εμείς και οι καθηγητές μας να κινούμασταν ‘‘στα τυφλά’’, ωστόσο καθώς περνούσε ο καιρός και κυρίως χάρη στην κατεύθυνσή τους μπήκαμε σε μια διαδικασία μεθοδικής δουλειάς. Την πρώτη εβδομάδα, όταν μας παρέθεσαν τις επιλογές των project, ένα μας κέντρισε το ενδιαφέρον και το επιλέξαμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το «1984-Brazil» ήταν η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσαμε να κάνουμε και αυτό αποδείχθηκε περίτρανα στην πορεία. Η συνεργασία της ομάδας μπορεί να είχε κάποιες στιγμές έντασης, ωστόσο πιστεύουμε πως αυτές οι μικροδιαφωνίες προέκυψαν από το γεγονός ότι θέλαμε όλοι να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Σε γενικές γραμμές η συνεργασία της ομάδας μας, που ανέλαβε ειδικότερα το κομμάτι της ανάλυσηςπαρουσίασης του Άλλου στο βιβλίο «1984» του Τζόρτζ Όργουελ ήταν πιστεύουμε επικοδομητική, ενώ αποκομίσαμε απ’ αυτήν χρήσιμες εμπειρίες. Το αποτέλεσμα ελπίζουμε να έχει ενδιαφέρον. τα ερωτηματικά 1984 ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ Στην κοινωνία του ολοκληρωτικού καθεστώτος που περιγράφει ο Όργουελ, κυριαρχούν δύο μεγάλες μορφές: αυτή του Μεγάλου Αδελφού κι αυτή του αντιπάλου του, Εμμανουήλ Γκολντστάιν. Η σχέση τους μοιάζει πολύ με αυτή του Θεού και του Διαβόλου, όπως παρουσιάζεται στις θρησκείες. Οι δύο έννοιες προσδιορίζονται μεταξύ τους, αλληλοεπιβεβαιώνονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Βασιζόμενοι στα στοιχεία του βιβλίου, προσπαθήσαμε να κατανοήσουμε την κατασκευή τους, το πώς δομούνται δηλαδή σ’ ένα καθεστώς πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό οι δύο πόλοι του «καλού» και του «κακού», πόσο ίδια ή διαφορετικά είναι τα χαρακτηριστικά, οι καταβολές κι οι στόχοι τους και τελικά, ποια είναι η θέση του ανθρώπου ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο Άλλους. Ο ΚΑΚΟΣ Ο Γκολντστάιν ήταν ο πιο μισητός προδότης του κόμματος, ο φοβερότερος εφιάλτης των πολιτών της Ωκεανίας. Πολλά χρόνια πριν ήταν εξέχουσα φυσιογνωμία του ΑΓΓΣΟΣ δίπλα στον Μεγάλο Αδελφό, ωστόσο αναμείχθηκε σε αντιεπαναστατικές ενέργειες, καταδικάστηκε σε θάνατο και παραδόξως κατάφερε να δραπετεύσει. Ίδρυσε τη μεγαλύτερη συνωμοτική οργάνωση κατά του κόμματος, την Αδελφότητα, μέλη της οποίας συχνά ξεσκεπάζονταν από την Αστυνομία, δικάζονταν και τελικά εκτελούνταν δημόσια. Κανείς δεν φαινόταν να τον έχει δει από κοντά ―η κύρια εμφάνισή του ήταν κατά τη διάρκεια του δίλεπτου του μίσους. Είχε ένα γέρικο, λεπτό πρόσωπο, άσπρα μαλλιά και γενάκι, ενώ ένα ζευγάρι γυαλιά στηριζόταν στη μακριά μύτη του. Η φωνή του θύμιζε βέλασμα καθώς εξαπέλυε τη συνηθισμένη του επίθεση στο κόμμα. Πίσω του περνούσαν συνεχώς στρατιωτικές φάλαγγες. Η όψη του και μόνο, προκαλούσε τρόμο στους απελπισμένους θεατές. Ο Εμμανουήλ Γκολντστάιν ήταν ο σταθερότερος εχθρός. Η Ωκεανία μπορεί ν’ άλλαζε συχνά εχθρούς ―άλλοτε μάχονταν την Ευρασία κι άλλοτε την Ανατολασία, άνθρωποι του κόμματος αποκαλύπτονταν τρομοκράτες― όμως ο Γκολντστάιν παρέμενε πάντα ανεξολόθρευτη απειλή, διαφθείροντας κι άλλους, εισχωρώντας υπόγεια στην κοινωνία, μ’ ένα δίκτυο που ήταν αδύνατο να εξαρθρωθεί. Ο Γουίνστον έρχεται πιο κοντά σ’ αυτόν όταν πηγαίνει στο γραφείο του Ο’Μπράιεν. Εκεί, του εξηγείται ο τρόπος λειτουργίας της μυστικής οργάνωσης: τα μέλη της γνωρίζουν μόλις ελάχιστους συνεργάτες τους ώστε σε περίπτωση σύλληψης από το Υπουργείο Αγάπης ―που συνεπάγεται ομολογία― να μην καταδίδεται παρά ένα «ασήμαντο» κομμάτι της, χωρίς συνολικά ν’ αποδυναμώνεται, παραμένοντας αήττητη ―τουλάχιστον από τους εξωτερικούς παράγοντες. Δρουν δηλαδή σχεδόν αυτόνομα, συνδεόμενοι από τον κοινό στόχο: την ανατροπή του κόμματος, με κάθε τίμημα ―και πέρα από τα όρια της ηθικής. Στο τέλος της συνάντησης ο Ο’Μπράιεν δίνει στον Γουίνστον «Το Βιβλίο» τού Γκολντστάιν, ένα μανιφέστο κατά της Κυβέρνησης. Στις αναλύσεις αυτού του καταδιωκόμενου κ’ απαγορευμένου βιβλίου περιγράφονται ορισμένες από τις διαχρονικότερες αλήθειες των ανθρώπινων κοινωνιών (αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι αποτελεί μερική αντιγραφή της «Προδομένης Επανάστασης», ένα βιβλίο-ανάλυση και κριτική της σοβιετικής κοινωνίας που έγραψε ο Λέον Τρότσκι το 1936). Η βαθύτερη ουσία της υπόστασης του Γκολντστάιν όμως, βρίσκεται αργότερα, μετά και τη σύλληψη του Γουίνστον από την Αστυνομία της Σκέψης, στο διάλογο που έχει με τον «θεραπευτή» του Ο’Μπράιεν. Δεν θα μάθαινε ποτέ αν υπήρχε Αδελφότητα ή όχι. Όμως ο κύριος εχθρός, ο Γκολντστάιν θα υπήρχε για πάντα. Υπήρχε για να ατιμάζεται και να γελοιοποιείται, για να αποδυκνύει ξανά και ξανά την εξουσία του κόμματος, του Μεγάλου Αδελφού: «Πώς βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμή του πάνω σ’ έναν άλλο, Γουίνστον; [...] Κάνοντάς τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί. Αν δεν υποφέρει, πώς μπορείς να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του; [...] Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου ―για πάντα». & Ο ΚΑΛΟΣ Ένα πρόσωπο δέσποζε παντού στην Ωκεανία: στις λεωφόρους, στις όψεις των κτηρίων, στις κολώνες, στους διαδρόμους των εργατικών πολυκατοικιών, των μεγάρων και των πολυσύχναστων υπουργείων, στα δωμάτια των διαμερισμάτων. Το πρόσωπο ενός άνδρα μέσης ηλικίας με τραχιά χαρακτηριστικά, πυκνό μαύρο μουστάκι κι επιβλητικό βλέμμα ―ήταν στις αφίσες, στους ζωγραφισμένους τοίχους, στις τηλεοθόνες γύρω σου. Κάτω απ’ την εικόνα του έγραφε: ο μεγάλος αδελφός σε βλέπει . Ο Μεγάλος Αδελφός ήταν ο απόλυτος ηγέτης του καθεστώτος. Κάθε εξουσία πήγαζε απ’ αυτόν: ήταν ένας παντοδύναμος σοφός, από τον οποίο τίποτα δε μπορούσε να κρατηθεί μυστικό, λόγω της εισχώρησης που είχε στις ζωές ―ούτε καν οι πιο μύχιες κ’ υποσυνείδητες σκέψεις― ο οποίος ενάρετα διαφύλασσε τα ιδανικά και το πνεύμα της μακρινής «επανάστασης», αποσπώντας τη λατρεία και την ιερή αφοσίωση των ανθρώπων του κόμματος που τον ακολουθούσαν πιστά και με σεβασμό. Παράδειγμα τέτοιας συμπεριφοράς αποτελεί ο Πάρσονς, που έχει ταχθεί στο κόμμα, κι όταν η εκπαιδευμένη κόρη του τον προδίδει στην αστυνομία ως ύποπτο εγκληματία, υπερηφανεύεται και χαίρεται διπλά: για την εκπαίδευση που παρέχεται και γιατί ένας λιγότερος προδότης (ο εαυτός του) κυκλοφορεί ανάμεσα στους «έντιμους» πολίτες. Δεν είχε όμως καμμία σημασία αν ο Μεγάλος Αδελφός ήταν υπαρκτός ή όχι ―αυτό δεν έμοιζε ν’ απασχολεί κανέναν. Άλλωστε, ο Μεγάλος Αδελφός ήταν η προσωποποίηση του κόμματος, ενός τεράστιου και γραφειοκρατικού μηχανισμού με τον οποίο δύσκολα θα μπορούσε να ταυτιστεί κάποιος, λόγω της πολυπλοκότητάς του. Ο κύριος ρόλος του λοιπόν, ήταν να λειτουργεί στην αντίληψη των πολιτών ως ένας πόλος με το δικό τους, ανθρώπινο πρόσωπο, με τον οποίο εύκολότερα θα μπορούσαν να ταυτιστούν και να επιτρέπει κατόπιν στο κόμμα να κατευθύνει αυτήν την πανίσχυρη δύναμη του καταπιεσμένου πλήθους κατά τα συμφέροντά του: τρέποντάς την σ’ έναν φανατισμένο και λυσσαλέο πόλεμο κατά του Άλλου, του διαφορετικού, αυτού που δεν ανήκε, δεν συντασσόταν με ζήλο στη μάζα τους, του εχθρού. Απ’ τις χαρακτηριστικότερες σκηνές του βιβλίου όπου αυτό το φαινόμενο εκδηλώνεται έντονα είναι το δίλεπτο του μίσους, όπου οι υπάλληλοι του κόμματος συγκεντρώνονται μπροστά σε μία μεγάλη οθόνη που προβάλλει εικόνες του «προδότη» Γκόλντσταϊν και μέσα σ’ ένα κλίμα παραφροσύνης και υστερίας ξεσπούν, ουρλιάζοντας, αναπηδώντας από τις θέσεις τους και πετώντας αντικείμενα στο άψυχο πανί. Η συμπεριφορά μίσους και παραλογισμού αυτή, υποδηλώνει ακριβώς τον τρόμο που ένοιωθαν για το διάφορο οι πολίτες, συναίσθημα που πηγάζει από την άγνοια της αλήθειας στην οποία σκόπιμα ήταν βυθισμένοι. Έτσι, ακόμα πιο αδύναμοι ψυχικά, υποτελείς παραδίδονταν ολότελα στο καταφύγιο του μεγαλόψυχου προστάτη τους Μεγάλου Αδερφού, όπως ένα παιδί αναζητά την ασφάλεια στην αγκαλιά της μητέρας του. Και βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο που το κόμμα επικαλείται την αδελφική σχέση, παραπέμποντας στην ενότητα, στη συγχώρεση και την τυφλή προσήλωση που τη διακρίνει, εκμεταλλευόμενο την ανθρώπινη ανάγκη της, πόσο μάλλον σε μία τέτοια κοινωνία που οι οικογένεις κατακερματίζονταν. Οι άνθρωποι του κόμματος εγκλωβίζονται στην παγίδα: υπό την συνεχή πίεση της (ψεύδο)τρομοκρατίας διχάζονται σε δύο στρατόπεδα-πόλους, που το ένα προσδιορίζει το άλλο, εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: τη διατήρηση της πρότερης κατάστασης. Αποδυναμωμένοι κι άβουλοι, χωρίς τίποτα να έχουν να κερδίσουν ή να χάσουν ―εκτός ίσως από την ελπίδα― επιδίδονται σ’ αυτόν τον μάταιο αγώνα: ήδη από το μεσαίωνα, μέχρι σήμερα. ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα της ομιλίας που έδωσε ο Ουμπέρτο Έκο στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στις 15 Μαΐου 2008. Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 24 Αυγούστου του ίδιου έτους. [...] Το να έχουμε έναν εχθρό είναι σημαντικό, όχι μόνο για να ορίζουμε την ταυτότητά μας αλλά και για να προμηθευόμαστε ένα εμπόδιο σε σχέση με το οποίο να μετράμε το δικό μας σύστημα αξιών και να δείχνουμε, αντιμετωπίζοντάς το, τη δική μας αξία. Γι’ αυτό, όταν ο εχθρός δεν υπάρχει, χρειάζεται να τον κατασκευάζουμε.[...] Η μορφή του εχθρού δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τις διαδικασίες του εκπολιτισμού. Η ανάγκη είναι συνυφασμένη ακόμα και με τον ήπιο άνθρωπο και φίλο της ειρήνης. Απλώς μετατοπίζεται τότε η εικόνα του εχθρού από έναν ανθρώπινο στόχο σε μια φυσική ή κοινωνική δύναμη, που κατά κάποιον τρόπο μας απειλεί και που πρέπει να νικηθεί, είτε αυτή είναι η καπιταλιστική εκμετάλλευση είτε η μόλυνση του περιβάλλοντος ή η πείνα στον Τρίτο Κόσμο.[...] Η ηθική είναι επομένως αδύναμη απέναντι στην αταβιστική ανάγκη να έχουμε εχθρούς; Θα έλεγα ότι το ηθικό αίτημα επιβιώνει όχι όταν υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχουν εχθροί αλλά όταν προσπαθούμε να τους κατανοήσουμε, να μπούμε στη θέση τους. [...] Από τη μια πλευρά λοιπόν, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας μόνο με την παρουσία ενός Άλλου και πάνω σε αυτό βασίζονται οι κανόνες συμβίωσης και πραότητας. Αλλά πολύ πρόθυμα βρίσκουμε αυτόν τον Άλλον ανυπόφορο, επειδή σε κάποιο βαθμό δεν είναι όπως εμείς. Έτσι ώστε, αναγορεύοντάς τον σε εχθρό, φτιάχνουμε την κόλασή μας πάνω στη γη. Όταν ο Σαρτρ κλείνει σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου τρεις πεθαμένους, που δεν γνωρίζονταν όσο ζούσαν, ένας από αυτούς κατανοεί την τρομερή αλήθεια: «Δέστε τι απλό πράγμα. Δεν υπάρχει φυσικό βασανιστήριο, έτσι; Κι ωστόσο είμαστε στην κόλαση. Και κανείς άλλος δεν θα φτάσει εδώ. Λείπει ο δήμιος. Κάνουν οικονομία στο προσωπικό. Ο δήμιος είναι καθένας από μας για τους άλλους δύο». ΒRAZIL ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΓΥΡΙΣΜΑ Το τίποτα, τα πάντα. Έτσι τελείωνε η ιστορία. Σ’ έναν ―θάλεγες απέραντο― απογευματιάτικο, μωβ ουρανό με λίγα πυκνά, διασκορπισμένα σύννεφα στο βάθος. Η γη ήταν υγρή, καλυμμένη από κοντό χορτάρι. Είχα ξαπλώσει στο μαλακό έδαφος, στη γαλήνη. «Η σημερινή κοινωνία αποτελεί άριστο επίτευγμα. Πριν, η ζωή ήταν αβάσταχτη, οι άνθρωποι ζούσαν λίγο και καταπιεσμένα, ενώ επιδίδονταν σ’ εναν μάταιο, διαρκή αγώνα εκπλήρωσης των επιθυμιών τους. Αν αυτός ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος της παλαιάς εποχής είχε την ευκαιρία να δει το λαμπρό παρόν, σίγουρα θα επέλεγε να ζήσει εδώ, όπως εμείς. Χωρίς μόχθο οι επιθυμίες τώρα υλοποιούνται, σ’ έναν κόσμο που διακύρηξαν οι μακρινοί φιλόσοφοι του εικοστού πρώτου αιώνα κι έχτισαν οι οραματιστές πρόγονοί μας. Απολαύστε την αφθονία!» Οι θριαμβολογίες ακούγονταν από τα μεγάφωνα. Έξω από το στάδιο είχαν μαζευτεί χιλιάδες κόσμου που είχαν έρθει να γιορτάσουν. Τα πάρκινγκ ήταν γεμάτα με μεγάλα, πολυτελή αυτοκίνητα ―βέβαια, αν κάποιος έψαχνε για θέση θα έβρισκε αμέσως. Ο ήλιος φώτιζε ελαφρά τα χαμογελαστά πρόσωπα. Πέρα, φαίνονταν οι γειτονιές με τις επαύλεις που απλώνονταν στην πεδιάδα. Ήταν φανερό ότι αυτή η κοινωνία ευημερούσε. Εδώ και τριάντα περίπου χρόνια το καθεστώς υπηρετούσε πιστά τον κάθε πολίτη. Για την ακρίβεια ήταν τόσο αποτελεσματικό που δεν υπήρχαν καν κρατικοί υπάλληλοι. Δεν υπήρχε καμμία τριβή, κανένα πρόβλημα γιατί δεν υπήρχε μηχανισμός. Κι όμως όλα δούλευαν όπως έπρεπε. Αρκούσε κανείς να σκεφτεί κάτι και χωρίς να το ζητήσει, αυτό υλοποιούνταν. Μέσα στο στάδιο πάλι, επικρατούσε σχετική ησυχία ―αφού οι περισσότεροι προτιμούσαν ν’ απολαύσουν τη ζεστή βραδιά στην ύπαιθρο. Οι κερκίδες ήταν σχεδόν άδειες, με μερικούς θεατές μόνο, που κάθονταν μεμονωμένα σε διάφορα σημεία. Ένας αδύνατος άνδρας ήταν ο μοναδικός πελάτης του κυλικείου. Περίμενε στη μπάρα και μόλις πήρε τη μπύρα του, κατευθύνθηκε προς τις κενές κάτω δεξιά θέσεις. Καθώς προχωρούσε, η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας μεσήλικας που κι αυτός πήγε να καθίσει στην ίδια μεριά. Αφού οι δυο τους αντάλλαξαν μια σύντομη δύσπιστη ματιά, προχώρησαν στην ίδια σειρά. Κινούμενοι αντίθετα ο ένας με τον άλλο πλησίαζαν όλο και πιο πολύ, ώσπου βρέθηκαν πάνω από το ίδιο κάθισμα, χωρίς κανείς τους να μπορεί να κάτσει. Έκπληκτοι αλλά κι έντονα δυσαρεστημένοι από αυτήν την περίεργη ατυχία τους, άρχισαν να φωνάζουν. Ήταν αδύνατο να καταλάβεις τι έλεγαν, έμοιαζε με παραλλήρημα μικρού παιδιού που του στερούν κάποιο παιχνίδι. Ξεκάθαρα όμως ήταν οργισμένοι. Οι φωνές χτυπούσαν στις επιφάνειες του χώρου κ’ επέστρεφαν δυνατότερες. Οι δύο άνθρωποι είχαν απελπιστεί. Διεκδικούσαν με το ίδιο πείσμα μία συγκεκριμένη θέση ανάμεσα σε χιλιάδες όμοιες σ’ ένα έρημο στάδιο, χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος, παρ’ολο που δεν θ’ άλλαζε τίποτα αν κάποιος καθόταν στην κάτω σειρά ή έστω και στο διπλανό κάθισμα. Ίσως η μόνη εξήγηση να ήταν ο εγωισμός ―αλλά γιατί τόση επιμονή μεταξύ αυτών των ευτυχισμένων ατόμων, που τίποτα δεν τους έλλειπε; Το βουητό υπερκάλυπτε τώρα και τον ήχο των μεγαφώνων. Κάποιοι από τον κόσμο τρομοκρατήθηκαν, προκαλώντας την υστερία και των υπολοίπων, ενώ έτρεχαν όλοι μαζί πανικοβλημένοι μακριά από το κτήριο. Η άσφαλτος που κάλυπτε την πόλη άρχισε να δονείται από τα βιατικά βήματα. Οι ψηλοί γρανιτένιοι ουρανοξύστες άρχισαν να ταλαντώνονται επικύνδυνα. Ξαφνικά, αποπνικτική ζέστη βάρυνε την ατμόσφαιρα. Οι επιθυμίες πια δεν πραγματοποιούνταν, συσσωρεύονταν στον αέρα. Αν πρόσεχες, όλα εκτυλίσονταν στην απόλυτη ησυχία. Δεν υπήρχε ήχος. Απουσίαζε η αίσθησή του.Δεν υπήρχε εικόνα, όλα φαίνονταν τόσο λευκά, όσο μαύρα. Δεν υπήρχε τόπος, δεν υπήρχε χρόνος: χαμένοι στο σύμπαν, με την ανάμνηση μιας υπόκωφης κραυγής του ανθρώπινου είδους. Ακολούθησε η μεγάλη έκρηξη. ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΚΟΜΑ Το κομμάτι το οποίο επέλεξα είναι από την ταινία Brazil του Τέρρυ Γκίλιαμ. Η σκηνή την οποία θα άλλαζα είναι όταν προς το τέλος της ιστορίας ο Τάτλ έρχεται με τους συντρόφους του για να σώσει τον πρωταγωνιστή Σαμ Λάουρι από τα χέρια του κόμματος. Η συγκεκριμένη σκηνή παρ’ όλο που σαν ιδέα είναι καλή, πιστεύω πως δεν έχει εκτελεστεί όπως θα έπρεπε. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η ταινία τραβήχτηκε χωρίς να υπάρχει η προηγμένη τεχνολογία στο χώρο των ειδικών εφέ που σήμερα υπάρχει. Πιο συγκεκριμένα εγώ δεν θα ήθελα να κάμω αλλαγές στο χώρο του σεναρίου, αλλά στο χώρο των σκηνικών, της δράσης των ηρώων και των ειδικών εφέ. Αρχικά, θα άλλαζα τον χώρο στον οποίο ήταν δεμένος ο Σαμ, όταν πήγε να τον βασανίσει ο Τζακ του έτσι ώστε ο χώρος να φαίνεται λιγότερο ψεύτικος και να καταστεί πιο πιστευτό ότι η εισβολή δεν ήταν ένα θαύμα αλλά απλά ένα πολύ καλά καταστρωμένο σχέδιο. Ακόμη θα άλλαζα άρδην τις σκηνές με τους πυροβολισμούς και τα σημεία όπου οι στρατιώτες έχουν στο χέρι τον Σαμ και θα έκανα το κυνηγητό πιο ρεαλιστικό, για παράδειγμα στη σκηνή που πάει στην κηδεία της φίλης της μητέρας του, ο πρωταγωνιστής θα διέφευγε με κάποιον πιο φυσιολογικό τρόπο δηλαδή με ένα κενό στον κύκλο που είχαν σχηματίσει οι στρατιώτες ή χτυπώντας μερικούς έτσι ώστε να ανοίξει ο κλοιός. Οι πυροβολισμοί είναι πολύ ψεύτικοι ωστόσο ένα βασικό ελαφρυντικό είναι η εποχή κατά την οποία φτιάχτηκε το έργο. Οι στρατιώτες είναι υπερβολικά εκτεθειμένοι στους εχθρούς τους, δεν ψάχνουν για κάλυψη, είναι τραγικά άστοχοι για την απόσταση στην οποία πολεμούν αλλά και ο τρόπος με τον οποίο δέχονται τις σφαίρες και πέφτουν κάτω είναι πολύ ψεύτικος. Όπως ανέφερα και παραπάνω θα άλλαζα το χώρο στον οποίο διεξάγεται η σκηνή και θα τον καθιστούσα πιο κατάλληλο για μάχη με περισσότερα σημεία για κάλυψη αλλά και καλύτερους αμυντικούς μηχανισμούς για τους στρατιώτες του κόμματος, όπως ελεύθερους σκοπευτές και πολυβόλα. Ένα επιπλέον πράγμα το οποίο θα άλλαζα θα ήταν όταν ο Σαμ πατά το διακόπτη και τινάζει κυριολεκτικά στον αέρα το κτήριο του κόμματος. Η έκρηξη θα ήταν οπωσδήποτε πολύ μικρότερη ή ίσως εφάμιλλης καταστροφής αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα προέβαλλα περισσότερο τα σημεία στα οποία ο Τατλ τοποθετεί τα εκρηκτικά στο κτήριο και αυτό θα κατέρρεε πιο φυσιολογικά.